μελάνοφρυς

μελάνοφρυς
μελάν-οφρυς, υ, gen. υος,
A black- or beetle-browed, Hdn.Gr.1.237, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελάνοφρυς — μελάνοφρυς, υ (Α) αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάν οφρυς, λεύκ οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • άλμπατρος — Κοινή ονομασία που αποδίδεται σε πουλιά της οικογένειας των διομηδειιδών, της τάξης των ρινοτρυπομόρφων. Υποδιαιρούνται σε τρία γένη, το σπουδαιότερο από τα οποία είναι το γένος διομήδεια. Ζουν στις ακτές όλων των ωκεανών, εκτός από το μεγαλύτερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”